-
1 κατακρεουργεω
разрубать словно мясоἀντεῖχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας Her. — он оказывал вооруженное сопротивление, пока весь не был изрублен в куски
См. также в других словарях:
κατακρεουργώ — (AM κατακρεουργῶ, έω, ιων. τ. κατακρεοργέω) φονεύω με πολλές μαχαιριές, κατασφάζω («ἐς τοῡτο ἀντεῑχε μαχόμενος ἐς ὃ κατεκρεουργήθη ἅπας», Ηρόδ.) νεοελλ. (σχετικά με μουσικό τεμάχιο ή λογοτεχνικό κείμενο) εκτελώ, αποδίδω ή ερμηνεύω αδέξια,… … Dictionary of Greek